- ἀριστοπάτρα
- ἀριστοπάτρᾱ , ἀριστοπάτραdaughter of a peerless linefem nom/voc/acc dualἀριστοπάτρᾱ , ἀριστοπάτραdaughter of a peerless linefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αριστοπάτρα — ἀριστοπάτρα, η (Α) η κόρη του άριστου πατέρα (επίθ. της Αρτέμιδος Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + πατήρ] … Dictionary of Greek
ἀριστοπάτραι — ἀριστοπάτρᾱͅ , ἀριστοπάτρα daughter of a peerless line fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστοπάτραν — ἀριστοπάτρᾱν , ἀριστοπάτρα daughter of a peerless line fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… … Dictionary of Greek